λογογράφος
Смотреть что такое "λογογράφος" в других словарях:
λογογράφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφος — ο και η (Α λογογράφος) ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή αρχ. 1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.) 2. (μερικές φορές ως… … Dictionary of Greek
Σκόκος, Κωνσταντίνος — Λογογράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμο Σατανάς (1854 1925). Σπούδασε νομικά, αλλά τελικά επιδόθηκε στα γράμματα. Από το 1886 ως το 1918 ήταν ο εκδότης του Εθνικού Ημερολόγιου, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στις εκδόσεις του είδους για την… … Dictionary of Greek
λογογράφοις — λογόγραφος prose writer masc dat pl λογογράφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφου — λογόγραφος prose writer masc gen sg λογογράφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφους — λογόγραφος prose writer masc acc pl λογογράφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφων — λογόγραφος prose writer masc gen pl λογογράφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφῳ — λογόγραφος prose writer masc dat sg λογογράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφε — λογογράφος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφοι — λογογράφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογράφον — λογογράφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)